μιμηλός

μιμηλός
μιμηλός, -ή, -όν (Α)
1. επιτήδειος στο να μιμείται, μιμητικός
2. αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ' απομίμηση.
επίρρ...
μιμηλῶς (Μ)
μιμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος ή μιμοῦμαι + επίθημα -ηλός (πρβλ. καπν-ηλός, σφριγ-ηλός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μιμηλός — μῑμηλός , μιμηλός imitative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμηλά — μῑμηλά , μιμηλός imitative neut nom/voc/acc pl μῑμηλά̱ , μιμηλός imitative fem nom/voc/acc dual μῑμηλά̱ , μιμηλός imitative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμηλῶν — μιμηλάζω imitate fut part act masc voc sg μιμηλάζω imitate fut part act neut nom/voc/acc sg μιμηλάζω imitate fut part act masc nom sg (attic epic ionic) μῑμηλῶν , μιμηλός imitative fem gen pl μῑμηλῶν , μιμηλός imitative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμηλόν — μῑμηλόν , μιμηλός imitative masc acc sg μῑμηλόν , μιμηλός imitative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμηλότατα — μῑμηλότατα , μιμηλός imitative adverbial superl μῑμηλότατα , μιμηλός imitative neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμηλότατον — μῑμηλότατον , μιμηλός imitative masc acc superl sg μῑμηλότατον , μιμηλός imitative neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

  • μιμηλάζω — (Α) [μιμηλός] μιμούμαι («μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον νόμισμα», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • μιμηλή — η η μιμόζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το θηλ. του επιθ. μιμηλός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”